δισυπόστατο(ν)

δισυπόστατο(ν)
το филос, двойное бытие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δισυπόστατο(ν)" в других словарях:

  • δισυπόστατος — η, ο (Μ δισυπόστατος, ον) 1. αυτός που έχει δύο υποστάσεις, διφυής 2. το ουδ. ως ουσ. το δισυπόστατο η ιδιότητα τού δισυπόστατου νεοελλ. το δισυπόστατο το εκτόπλασμα …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»